- κέντρο
- Ονομασία τριών οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 114 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Αλιάκμονα, 30 χλμ. ΝΑ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεντζίου.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 481 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 41 χλμ. Β του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμαλιάδας.
3. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 25 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 30 χλμ. ΝΑ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αβίας.
* * *το (ΑΜ κέντρον)1. αιχμηρό όργανο, οξεία αιχμή, κεντρί2. οξύ όργανο για το κέντρισμα τών υποζυγίων, βουκέντρα, βούκεντρο3. (για σφήκες, μέλισσες κ.λπ.) το αμυντικό όργανο μερικών εντόμων, κεντρί4. μαθ. σημείο σε σχέση με το οποίο τα σημεία ενός γεωμετρικού σχήματος κείνται σε συμμετρικά ζεύγη ή βρίσκονται στην ίδια απόσταση από αυτό (α. «κέντρο συμμετρίας» β. «κέντρο κύκλου» γ. «κέντρο σφαίρας»)5. φρ. φυσ. α) «κέντρο βάρους» — το σημείο στο οποίο εφαρμόζεται η συνισταμένη τών δυνάμεων έλξης τής Γης πάνω σε ένα σώμαβ) «κέντρο μάζας» — το νοητό σημείο εφαρμογής τής συνισταμένης τών δυνάμεων βαρύτητας που ασκούνται, σε ένα ομοιόμορφο πεδίο, πάνω σε ένα σώμανεοελλ.1. θέση, μέρος, οικισμός είτε τμήμα οικισμού, όπου αναπτύσσεται ή συγκεντρώνεται ή από όπου εκπορεύεται μια ορισμένη δραστηριότητα ή κίνηση (α. «κέντρο τής πόλης» β. «διοικητικό κέντρο» γ. «οικονομικό κέντρο» δ. πνευματικό κέντρο»)2. (πολ.) παράταξη ή κόμμα που τοποθετείται στο μέσον μεταξύ τών παρατάξεων ή κομμάτων τής Αριστεράς και τής Δεξιάς3. χώρος διασκέδασης και ψυχαγωγίας (α. «εξοχικό κέντρο» β. «αριστοκρατικό κέντρο»)4. το κυριότερο σημείο («τί ο νους μου, ως εκρατιότανε από το αιώνιο κέντρο», Σικελ.)5. (ανατ.-φυσιολ.) το μέρος ενός οργάνου προς το οποίο συγκλίνουν και από το οποίο εκπορεύονται τα ανατομικά ή λειτουργικά του στοιχεία που εξασφαλίζουν την ενότητά του και τις σχέσεις του με το σύνολο τού οργανισμού (α. «νευρικά κέντρα» β. «αισθητικά κέντρα»)6. φρ. α) «κέντρο διαφθοράς» — κακόφημο κέντρο, χώρος ή τόπος στον οποίο επικρατεί η ανηθικότηταβ) «τηλεφωνικό κέντρο» — το κατάστημα ή η συσκευή όπου συγκεντρώνονται όλα τα τηλεφωνικά καλώδια και περιλαμβάνονται τα όργανα μέσω τών οποίων γίνεται η τηλεφωνική σύνδεσηγ) «κέντρο εκπαιδεύσεως» — στρατιωτική μονάδα με αποστολή την εκπαίδευση στρατιωτικού προσωπικού και, ιδιαίτερα, τών νεοσύλλεκτων στρατιωτώννεοελλ.-μσν.το σημείο που βρίσκεται ακριβώς στο μέσο ή περίπου στο μέσο ενός χώρου («το κέντρο τής πλατείας»)μσν.1. ενόχληση, πείραγμα2. αγκάθιμσν.-αρχ.παρόρμηση, παρακίνησηαρχ.1. μτφ. α) σύμβολο εξουσίαςβ) ανθρώπινη πράξη ή εκδήλωση που προκαλεί ψυχική οδύνηγ) έντονη, ζωηρή εντύπωσηδ) το ανδρικό μόριο2. αιχμηρό όργανο με το οποίο βασανίζει κάποιος3. περόνη4. αιχμή ακοντίου5. το πλήκτρο τού πετεινού, το όπλο με το οποίο ανθίσταται και επιτίθεται6. το κεντρί τού σκαντζόχοιρου7. καρφί («σκληρόν σοι πρός κέντρα λακτίζειν» — παροιμ. φρ. για μάταιη αντίσταση, ματαιοπονία, ΚΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κεντώ + κατάλ. -τρον, δηλωτική τού οργάνου. Η αρχική σημασία είναι «όργανο για το κέντρισμα τών ζώων». Απέκτησε και άλλες παρεμφερείς σημασίες, όπως «περόνη», «καρφί». Ως γεωμετρικός όρος, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ευκλείδη. Η γεωμετρική σημασία γενικεύθηκε με τη σειρά της και χρησιμοποιήθηκε και μεταφορικά δηλώνοντας την «έδρα», το «στρατηγείο»].
Dictionary of Greek. 2013.